- ζευγάρι
- το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν)ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ.β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.)νεοελλ.φρ.1. «κάνω ζευγάρι» — καλλιεργώ, οργώνω2. «βγήκαν τα ζευγάρια» — άρχισε το όργωμα3. (ως επίρρ.) ανά δύο, κατά ζεύγη («οι Χιώτες πάνε ζευγάρι»)νεοελλ.-μσν.1. δύο ομοειδή αντικείμενα που συμπληρώνουν το ένα το άλλο («ένα ζευγάρι παπούτσια»)2. δύο όμοια ή δύο περίπου όμοια ζώα ή πράγματα («ένα ζευγάρι φανέλες»)3. ζεύγος από αρσενικό και θηλυκό, αντρόγυνο («ταιριαστό ζευγάρι»)4. έκταση γης την οποία μπορεί σ' ένα χρονικό διάστημα να καλλιεργήσει κάποιος με ένα ζευγάρι βοδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + κατάλ. -άρι* πρβλ. λιθ-άρι, μοσχ-άρι].
Dictionary of Greek. 2013.